- προηγορίᾳ
- προηγορίαι , προηγορίαspeaking in behalf offem nom/voc plπροηγορίᾱͅ , προηγορίαspeaking in behalf offem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προηγορία — προηγορίᾱ , προηγορία speaking in behalf of fem nom/voc/acc dual προηγορίᾱ , προηγορία speaking in behalf of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγορία — ἡ, Α [προήγορος] το να μιλά κανείς στο δικαστήριο υπέρ κάποιου άλλου, η υπεράσπιση, η συνηγορία … Dictionary of Greek
προηγορίαν — προηγορίᾱν , προηγορία speaking in behalf of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)